- μωκεύω
- μωκεύω (Α) [μωκός]μωκώμαι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μωκεύειν — μωκεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμωκεύω — ἐπιμωκεύω (Α) χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωκεύω «χλευάζω» (< μώκος «χλευασμός»)] … Dictionary of Greek
καταμωκεύω — (Α) καταμωκώμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μωκεύω «χλευάζω, περιπαίζω»] … Dictionary of Greek